κλεψιμαίικος

κλεψιμαίικος
-η, -ο [κλεψιμαίος]
1. αυτός που προέρχεται από κλοπή, κλοπιμαίος
2. (το ουδ. συν. στον πληθ. ως ουσ.) τα κλεψιμαίικα
τα πράγματα που προέρχονται από κλοπή, τα κλεψιμιά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κλεψιμαίικος, -η — και ια, ο αυτός που προέρχεται από κλεψιά: Τα κοσμήματα που φοράει είναι κλεψιμαίικα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κλεψιμαίος — α, ο και κλεψιμιός, ά, ό (AM κλεψιμαίος, αία, ον, Μ και κλεψίμιος, ία, ον και κλεψιμίος, α, ον) αυτός που προέρχεται από κλεψιά, κλοπιμαίος, κλεψιμαίικος νεοελλ. μσν. 1. κρυφός, απαγορευμένος 2. το ουδ. ως ουσ. το κλεψιμαίο και κλεψιμιό και… …   Dictionary of Greek

  • κλεφτός — ή, ό επίρρ. ά κλεμμένος, κλεψιμαίικος: Της αρέσουν τα κλεφτά πράγματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”